ντροπιάρικος
Смотреть что такое "ντροπιάρικος" в других словарях:
ντροπιάρικος — η, ο [ντροπιάρης] 1. ντροπιάρης 2. αυτός που προξενεί ντροπή … Dictionary of Greek
ντροπιάρικος — η, ο [ντροπιάρης] 1. ντροπιάρης 2. αυτός που προξενεί ντροπή … Dictionary of Greek